ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ
Δύο πειραματικές έρευνες που μόλις δημοσιεύτηκαν στο διεθνούς κύρους επιστημονικό περιοδικό «Nature Neuroscience» φαίνεται να επιβεβαιώνουν την υπόθεση που είχε διατυπώσει -ήδη από το 1957!- ο μεγάλος Αμερικανός γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι, ότι δηλαδή όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν εκ φύσεως μια καθολική «εσωτερική γραμματική» που τους επιτρέπει να αναγνωρίζουν αμέσως αν μια οποιαδήποτε αλληλουχία λέξεων στη γλώσσα τους έχει ή δεν έχει νόημα.
Ας υποθέσουμε ότι ακούμε τη φράση: «οι άχρωμες πράσινες ιδέες κοιμούνται μανιασμένα».
Ολοι αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια πρόταση που στερείται παντελώς νοήματος, μολονότι είναι τυπικά και γραμματικά ορθή.
Πώς το ξέρουμε; Επειδή, σύμφωνα με τον Τσόμσκι, διαθέτουμε μια εγγενή ικανότητα να διακρίνουμε αν μια πρόταση έχει νόημα, και την ικανότητα αυτή την αποκαλεί «εσωτερική γραμματική».
Αν όμως πράγματι όλοι διαθέτουμε μια «εσωτερική γραμματική», τότε αυτή θα πρέπει να βρίσκεται «εγγεγραμμένη» στα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου μας ή, όπως πίστευε τότε ο Τσόμσκι, θα πρέπει να είναι γενετικά εγγεγραμμένη.
Ωστόσο, με τη θεωρία του Τσόμσκι δεν συμφωνούν αρκετοί γλωσσολόγοι αλλά και αναπτυξιακοί ψυχολόγοι.
Υποστηρίζουν, αντίθετα, ότι η ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε το νόημα των λέξεων ή των προτάσεων οφείλεται στη σταδιακή νοητική επεξεργασία των γλωσσικών εμπειριών μας και στη συσσωρευτική οικοδόμηση μιας «δεξαμενής» νοημάτων που είναι εμπειρικά επιβεβαιωμένα.
Σε αυτήν τη δεξαμενή νοημάτων καταφεύγουμε για να αποφασίσουμε αν έχει ή όχι νόημα μια πρόταση.
Για να ελέγξει ποια από τις δύο απόψεις είναι πιο ορθή, ο Γερμανός νευροψυχολόγος David Poeppel, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και διευθυντής τουΙνστιτούτου Max Planck στη Φρανκφούρτη, έκανε μερικά ενδιαφέροντα πειράματα.
Σε μια ομάδα ατόμων, από τα οποία τα μισά είχαν μητρική γλώσσα την αγγλική ενώ τα άλλα μισά την κινεζική, παρουσίαζε τυχαίες ακολουθίες λέξεων ή προτάσεων, ορισμένες από τις οποίες είχαν νόημα ενώ άλλες όχι.
Οι αντιδράσεις του εγκεφάλου αυτών των ατόμων στις λέξεις ή τις προτάσεις καταγράφονταν λεπτομερώς μέσω μαγνητικής εγκεφαλογραφίας (MEG), τεχνική που καταγράφει τα πολύ μικρά μαγνητικά πεδία που γεννά η εγκεφαλική δραστηριότητα, καθώς και μέσω φλοιογραφίας (ECoG), που επιτρέπει τη λεπτομερή καταγραφή και τον εντοπισμό της εγκεφαλικής δραστηριότητας.
Το γεγονός ότι η ομάδα των εθελοντών ήταν δίγλωσση επέτρεπε στους ερευνητές να διακρίνουν τις βαθύτερες γλωσσικές δομές που εμπλέκονται στην κατανόηση των προτάσεων (η συντακτική δομή των φράσεων στα κινεζικά είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι στα αγγλικά) και επιπλέον να διαπιστώνουν αν υπάρχει ή όχι μια κοινή «εσωτερική γραμματική».
Αναλύοντας τα αποτελέσματα οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τη γλώσσα ακολουθώντας μια αυστηρή ιεραρχία.
Επικεντρώνεται στις λέξεις, κατόπιν σε σειρές λέξεων και τέλος σε προτάσεις και αποφασίζει για την ορθότητά τους με βάση ένα προκαθορισμένο πρότυπο, το οποίο, ως εκ θαύματος, ταυτίζεται με τη γραμματική-συντακτική δομή της γλώσσας.
Για παράδειγμα, ο εγκέφαλος εντοπίζει πρώτα τις μεμονωμένες λέξεις, κατόπιν ελέγχει ποια από αυτές αντιστοιχεί σε έναν φορέα δράσης (υποκείμενο) και ποια σε μια δράση (ρήμα) και εν συνεχεία εξετάζει πώς συσχετίζονται μεταξύ τους αυτές οι γλωσσικές μονάδες, κ.ο.κ.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο εγκέφαλός μας πρώτα εξετάζει αν μια φράση είναι ορθά διατυπωμένη και μετά αν έχει νόημα.
Ετσι, η απαράδεκτη, από γραμματική-συντακτική άποψη, πρόταση «ύπνος μανιασμένα πράσινα άχρωμες» απορρίπτεται αυτομάτως από τον εγκέφαλό μας ως α-νόητηχωρίς καν να μπει στον κόπο να εξετάσει αν έχει νόημα.
Αντίθετα, η πρόταση «οι άχρωμες πράσινες ιδέες κοιμούνται μανιασμένα» επειδή είναι τυπικά σωστή από γραμματική-συντακτική άποψη, τον υποχρεώνει να μπει στη διαδικασία αναζήτησης κάποιου νοήματος, μολονότι η ίδια η πρόταση δεν διαθέτει κανένα.